- μουσιάριος
- μουσ-ιάριος, ὁ,A mosaic-worker, μ. κεντητής prob. in Edict.Diocl.7.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουσιάριος — μουσιάριος, ὁ (Μ) κατασκευαστής μωσαϊκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κατάλ. άριος (πρβλ. μεταξ άριος)] … Dictionary of Greek